αναμύω

αναμύω
(Α ἀναμύω)
μσν.- νεοελλ.
ανοίγω τα μάτια μου, αναβλέπω
νεοελλ.
αναδίνω βλαστούς, φυτρώνω, βλαστάνω
αρχ.
ανοίγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* στερ. + μύω «είμαι κλειστός, κλείνω» (για τα μάτια, για το στόμα κ.λπ.)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ανάμυστος — η, ο αυτός που δεν βλάστησε, αβλάστητος, αφύτρωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αναμυστός < αναμύω «βλαστάνω, φυτρώνω». Η αρνητική σημασία προήλθε από τον αναβιβασμό τού τόνου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”